- Φειδίας
- (Αθήνα 5ος αι. π.Χ.). Έλληνας γλύπτης. Μαθήτευσε στη σχολή του Ηγίου ή του Αγελάδα και οι περισσότερες αρχαίες χρονολογικές πηγές, όπως και ο Πλίνιος, τοποθετούν την ανώτατη ακμή του γύρω στα 448 π.Χ., ενώ πολλοί συγγραφείς μιλούν για τα πολυάριθμα έργα του και για τις σχέσεις του με τον Περικλή. Πολλά ανέκδοτα αναφέρονται στη ζωή και στη δράση του, καθώς και στη δίκη για ασέβεια, στην οποία παραπέμφθηκε με την κατηγορία ότι παρέστησε το πρόσωπό του σε ένα έργο του (την ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου) και ότι έκλεψε χρυσάφι κατά το χύσιμο του ίδιου αγάλματος.
Οι μελετητές της αρχαιολογίας συμφωνούν με τις αρχαίες πηγές σχετικά με την κατά προσέγγιση χρονολογία της γέννησής του (πρώτα χρόνια του 5ου αι. π.Χ.) και σχετικά με την καλλιτεχνκή διάπλασή του στη σχολή του τέλους του αυστηρού ρυθμού. Μια σειρά πρωτότυπων γλυπτών του μεγάλου καλλιτέχνη, το πλήθος των αντιγράφων και των μιμήσεων της ρωμαϊκής εποχής, τα αναρίθμητα έργα για τα οποία έχουμε πληροφορίες ή απλές μνείες από αρχαίες φιλολογικές πηγές χρησιμεύουν ως βάση για την αρχαιολογική και φιλολογική ανάπλαση της δράσης του και για την κατανομή των γλυπτών του στα χρονικά όρια των ασχολιών του με τις διάφορες καλλιτεχνικές παραγγελίες που ανέλαβε.
Ανάμεσα στα πρώτα έργα του Φ. τοποθετείται ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, που το κατασκεύασε για την πόλη της Πελλήνης (δεν έχουμε κανένα αντίγραφο), ένα άγαλμα του Απόλλωνα, του λεγόμενου Παρνοπίου, δηλαδή διώκτη των ακρίδων, που στήθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών και αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο μουσείο του Κάσελ, στη Γερμανία, ο ανδριάντας του ποιητή Ανακρέοντα, που μας είναι γνωστός –εκτός από τις πληροφορίες του Παυσανία– από το αντίγραφο της Κοπεγχάγης, η Αθηνά Πρόμαχος, πελώριο και λαμπρό άγαλμα τοποθετημένο στην Ακρόπολη κοντά στα Προπύλαια, για το οποίο ο αρχαίοι συγγραφείς μάς δίνουν πολλές πληροφορίες και το οποίο αναπαραστάθηκε σε νομίσματα έως την αυτοκρατορική ρωμαϊκή εποχή. Αυτή η πρώτη σειρά των έργων πρέπει να χρονολογείται μεταξύ 470 και 450 π.Χ.
Στην αμέσως επόμενη περίοδο μπορούμε να κατατάξουμε έναν θησαυρό που στήθηκε πάνω στην ιερά οδό των Δελφών, και το άγαλμα της Αθηνάς, χάλκινο, που έχυσε ο Φ. για τους Αθηναίους που πήγαιναν vα αποικίσουν τη Λήμνο: την περίφημη Αθηνά Λημνία, που ένας αρχαιολόγος του περασμένου αιώνα, ο ‘Aντολφ Φουρτβένγκλερ, κατόρθωσε να αναπλάσει ολόκληρη τοποθετώντας το κεφάλι, που λέγεται Palagi, του Δημοτικού Μουσείου της Μπολόνια σε έναν κορμό που υπήρχε στη Δρέσδη. Πιθανότατα στα χρόνια μεταξύ 450 και 448 π.Χ. ο Φ. ανέλαβε να επεξεργαστεί τον χρυσελεφάντινο Δία που επρόκειτο να στηθεί στον σηκό του ναού του Δία στην Ολυμπία. Πολλοί μελετητές όμως αμφιβάλλουν για τη χρονολογία αυτή και τοποθετούν τη δράση του Φ. στην Ολυμπία μετά την αποπεράτωση των εργασιών για τη διακόσμηση του Παρθενώνα. Το πελώριο άγαλμα του Δία παρουσίαζε τον θεό καθισμένο πάνω σε έναν θρόνο, στολισμένο με ζωγραφικές και διάφορες διακοσμήσεις από πολύτιμο μέταλλο και ελεφαντόδοντο. Στον χώρο του ιερού της Ολυμπίας οι ανασκαφές αποκάλυψαν ένα κτίσμα που θα ήταν το εργαστήριο-χυτήριο του καλλιτέχνη. Μετά το 448 π.Χ. ο Φ. προσκλήθηκε στην Αθήνα για να συνεργαστεί στην εκτέλεση των μεγάλων σχεδίων του Περικλή πάνω στην Ακρόπολη και κυρίως στον ναό της Αθηνάς. Οι αρχιτέκτονες που ανέλαβαν την εκτέλεση του έργου (Ικτίνος και Καλλικράτης) είχαν τον Φ. ως επιστάτη (επίσκοπον) και συνεργάτη στις γλυπτικές διακοσμήσεις, που συμπλήρωναν την αρχιτεκτονική του ναού: τα δύο αετώματα, που παρίσταναν τη γέννηση της Αθηνάς (Α) και τη σύγκρουση της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα (Δ), τις μετόπες, διακοσμημένες με διάφορες μυθολογικές σκηνές, τη ζωφόρο με την αναπαράσταση της πομπής των Παναθηναίων, στο τέλος της οποίας προσφερόταν στη θεά ο πέπλος που είχαν υφάνει κορίτσια της Αθήνας, και το λαμπρό χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, που ήταν τοποθετημένο μέσα στον σηκό (Αθήνα, Ακρόπολη). Μια σειρά επιγραφικών και ιστορικών στοιχείων επιτρέπουν να χρονολογήσουμε αυτό το επιβλητικό καλλιτεχνικό σύνολο μεταξύ 447 και 438 π.Χ. Τα λείψανα των έργων του Φ. σώζονται σε μικρό μέρος στην αρχική θέση τους και σε διάφορα μουσεία της Ευρώπης (Αθήνα, Λονδίνο κλπ.). Από το άγαλμα της Αθηνάς γνωρίζουμε αντίγραφα (αξιολογότερα είναι του Βαρβακείου των Αθηνών και το λεγόμενο Λένορμαν). Το άγαλμα, που παρίστανε τη θεά, αυστηρή και μεγαλοπρεπή με την πανοπλία της που συμπληρώνει η ασπίδα, θεωρούνταν κατά την αρχαιότητα ένα από τα πιο σημαντικά έργα της τεχνοτροπίας του Φ. Όταν υποχρεώθηκε να φύγει από την Αθήνα, μετά τη δίκη, ο Φ. εργάστηκε για τη δημιουργία πολλών άλλων σημαντικών αγάλματων, όπως η Αμαζών (αντίγραφα στο Μουσείο του Βατικανού, στο Καπιτωλιανό, στο Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο), η Ουρανία Αφροδίτη και μια άλλη Αφροδίτη, που ο Πλίνιος είδε στη Ρώμη, στην Οκταβία στοά κ.ά. Υπό την επίδραση των έργων του Φ. εργάστηκαν οι δευτερεύοντες καλλιτέχνες του 5ου αι. π.Χ. και η επίδραση της τέχνης του διαπότισε όλη την κατοπινή εξέλιξη της ελληνικής γλυπτικής. Τα βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης του –πλαστικότητα, ισορροπία στην εκλογή των θεμάτων, στις συνθέσεις, στη διαβάθμιση των φωτοσκιάσεων, όχι λεπτομερή αλλά τέλεια στην ουσιαστικότητά της, απόδοση του ανθρώπινου σώματος, διαβάθμιση των επιπέδων και κίνηση στις πτυχώσεις, οργανική αρτιότητα της μορφής– συνοψίζουν και εκφράζουν τέλεια τις καλλιτεχνικές τάσεις της ελληνικής τέχνης στην κλασική περίοδο.
Στην τέχνη του Φειδία συνοψίζονται οι τάσεις και τα κορυφαία επιτεύγματα της ελληνικής τέχνης κατά την κλασική περίοδο. Εδώ, «Πάλη Κενταύρων και Λαπιθών», εξαίρετο γλυπτικό έργο του Φειδία, λεπτομέρεια από μετόπη του Παρθενώνα. (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Στον περίφημο γλύπτη Φειδία ανατέθηκαν οι γλυπτικές διακοσμήσεις του Παρθενώνα, που χρονολογούνται μεταξύ 447 και 438 π.Χ. (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.